Με αφορμή την υπόθεση Φλαμπουράρη επανήλθε στην πρόσφατη προεκλογική επικαιρότητα το ερώτημα: ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό; Το ερώτημα και κυρίως η κατάφασή του γκρέμισε προ ετών την πολιτική καριέρα ενός νέου και φιλόδοξου, κατ’ επάγγελμα πολιτικού της κεντροδεξιάς, αξιότερου σίγουρα από τον γηραιό εργολάβο της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η διαφοροποίηση αυτή επέτρεψε τα τελευταία χρόνια την εμφάνιση συμπεριφορών εξόχως παραβατικών, οι οποίες υποδαυλίσθηκαν κατά τρόπο εκλογικώς αποδοτικό από την Αριστερά, την εθνικολαϊκιστική Δεξιά και την Ακροδεξιά. Αφού ένας νόμος είναι ανήθικος, ο λαός δικαιούται να τον παραβιάζει. Μάλιστα, αυτές οι συμπεριφορές έλαβαν και έναν κοινό τίτλο, ικανό να συνεπάρει ετερόκλητες ομάδες πληθυσμού: ΑΝΥΠΑΚΟΗ. Έτσι, από το αλήστου μνήμης «κίνημα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ», κατά παράβαση κάθε σχετικού νόμου, φθάσαμε στην μη πληρωμή των χρεών της Χώρας, κατά παράβαση των διεθνών υποχρεώσεων αυτής. Κατήφορος χωρίς τέλος.
Παρά ταυτα, για τους πολιτικούς το ερώτημα απαντήθηκε ομοθύμως: Ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ηθικό. Στη μεν μία περίπτωση, δεν είναι ηθικό ένας πολιτικός να χρησιμοποιεί μία εταιρεία, για να πληρώνει λιγότερους φόρους, μολονότι το προβλέπει ο νόμος. Στη δε δεύτερη περίπτωση, δεν προλάβαμε να εμπεδώσουμε πλήρως τι προβλέπει ο νόμος και τι έκανε ο συγκεκριμένος πολιτικός, αφού η περιβόητη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής από το Γενικό Αρχηγείο Αστυνομίας αποστόμωσε τους κακεντρεχείς που έβλεπαν ‘θέμα ηθικής τάξης’, και όχι ζήτημα παράβασης καθήκοντος.
Δίχως να τολμήσω τον ορισμό του «ηθικού» στο παρόν, ευθέως και εκ των προτέρων θα εκφράσω την άποψή μου: Ό,τι είναι νόμιμο είναι εξ ορισμού και ηθικό εντός της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που (θέλουμε να) ζούμε. Ο νόμος μπορεί να χαρακτηρίζεται ως αντισυνταγματικός, αναποτελεσματικός, λανθασμένος ή ο,τιδήποτε άλλο θέλετε, το οποίο όμως δεν αναφέρεται στην υποτιθέμενη ηθική βάση αυτού. Τούτο δε, διότι η νομοθετική εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται επ’ ονόματί του, με συνέπεια η άσκησή της να μην δύναται, εξ ορισμού, να παράγει πράξεις ανήθικες.
Επομένως, και εκείνος που πράττει σύμφωνα με το νόμο εξ ορισμού δεν πράττει κάτι ανήθικο ή έστω μη ηθικό. Το ζήτημα είναι, επομένως, εάν η πράξη αυτή καθ’ εαυτήν είναι νόμιμη.
Η σύσταση μίας εικονικής εταιρείας, χωρίς πραγματική εταιρική δραστηριότητα, μόνον και μόνον για την αποφυγή φόρων ακινήτων ή άλλων νομικών δεσμεύσεων, δεν είναι μία τέτοια πράξη. Η καταστρατήγηση των νόμων (εκείνων που προβλέπουν τη σύσταση εταιρειών για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου εταιρικού σκοπού και την επιεικέστερη φορολογική μεταχείριση των νομικών προσώπων) δεν είναι ανεκτή από το δίκαιο. Αυτό ήταν το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση και όχι η τυχόν ηθική απαξία της πράξης.
Ο αντίλογος βέβαιος. Για παράδειγμα, οι φωτογραφικές διατάξεις που «περνούν νύχτα» από τη Βουλή. Ωστόσο, ο περιστασιακός εξευτελισμός του νομοθετικού σώματος δεν ανατρέπει μία αρχή που είναι –κατά την γνώμη μου- αξιωματική. Εξ άλλου, από έναν προσεκτικότερο έλεγχο κάθε περίπτωσης χωριστά θα προέκυπτε –με μέγιστη πιθανότητα- η αντίθεση των ύποπτων διατάξεων προς υπέρτερους κανόνες δικαίου. Αυτή η αντίθεση προς τη νομιμότητα αρκεί, αλλά και απαιτείται, ώστε τα δικαστήρια να μην τους εφαρμόζουν και εμείς οι υπόλοιποι, να προβούμε σε πολιτική καταδίκη των εμπνευστών τους. Ας μην λησμονούμε, επίσης, ότι τέτοιες φωτογραφικές διατάξεις εμφανίζονται πολλάκις ως «ηθικές». Λ.χ., η πρόσφατη ΠΝΠ για την «Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης». Διάταξη φωτογραφική και προδήλως αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο που απαγορεύει τις κρατικές ενισχύσεις. «Ηθικότατη», όμως, αφού εξασφάλισε έστω και προσκαίρως, ότι θα πληρωθούν οι μισθοί των εργαζομένων. Είναι καταφανές ότι η επίμαχη διάκριση οδηγεί σε αδιέξοδο.
Εν κατακλείδι, η παράθεση «νόμιμο και ηθικό» υποσκάπτει τη συγκρότηση και λειτουργία ενός κράτους – δικαίου, αφού το τελευταίο δεν περιλαμβάνει μόνον την θέσπιση νόμων, αλλά κυρίως την ολιστική εφαρμογή τους.
Φωτεινή Σταφυλά